- έργμα
- (I)ἔργμα, τὸ (Α)έργο, πράξη.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού αοριστικού θ. τού έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < *έργ-σω, παρακμ. έ-οργ-α)].————————(II)ἕργμα, τὸ (Α)φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού εἵργω, δασυνομένου τ. τού εἴργω].
Dictionary of Greek. 2013.